Σύμφωνα με πληροφορίες από protothema.gr, πιθανότατα την Τετάρτη η ψηφοφορία για την πρόταση μομφής που κατέθεσαν το Νέο Λαϊκό Μέτωπο της Αριστεράς και το ακροδεξιό κόμμα της Λεπέν - Αν υπερψηφιστεί θα οδηγήσει στην πτώση της κυβέρνησης και στη μη ψήφιση του κρατικού προϋπολογισμού του 2025
Με γενικευμένη πολιτική αστάθεια αποχαιρετά το 2024 η Κεντρική Ευρώπη, καθώς μετά την κατάρρευση της κυβέρνησης Σόλτς στη Γερμανία, υπό προθεσμία τελεί από χθες η κυβέρνηση Μπαρνιέ στο Παρίσι, εντείνοντας τους κλυδωνισμούς του γαλλογερμανικού άξονα εντός της Ευρωζώνης.
Συγκεκριμένα, η αδυναμία της γαλλικής κυβέρνησης να εξασφαλίσει ευρεία συναίνεση για τον προϋπολογισμό, ο οποίος θα πρέπει να έχει ψηφιστεί μέχρι τις 21 Δεκεμβρίου το αργότερο, ωθεί τη Γαλλία σε μια αχαρτογράφητη πολιτική κρίση, η έναρξη της οποίας βρίσκει τους βασικούς πρωταγωνιστές σε παράλληλες τροχιές και τα γαλλικά ομόλογα στα πρόθυρα μιας «ελληνικού τύπου» κρίσης.
Το χρονικό της κρίσης
Όλα ξεκίνησαν από την αδυναμία της κυβέρνησης Μπαρνιέ να εξασφαλίσει την υπερψήφιση του προϋπολογισμού από τη γαλλική Εθνοσυνέλευση. Αποτέλεσμα αυτού ήταν η γαλλική κυβέρνηση να ενεργοποιήσει με τη σειρά της το Συνταγματικό άρθρο 49.3 του Γαλλικού Συντάγματος, το οποίο εξαναγκάζει στην πράξη την έγκριση του σχεδίου προϋπολογισμού για το 2025, αφού αυτή επετεύχθη χωρίς ψηφοφορία.
Το άρθρο 49.3 του γαλλικού Συντάγματος, ωστόσο, παρέχει τη δυνατότητα στην αντιπολίτευση να καταθέσει πρόταση δυσπιστίας. Όπως, ήταν αναμενόμενο, τόσο το Νέο Λαϊκό Μέτωπο της Αριστεράς, όσο και το ακροδεξιό κόμμα της Λεπέν κατέθεσαν την πρόταση σε βάρος της κυβέρνησης, που αν υπερψηφιστεί (κατά πάσα πιθανότητα την ερχόμενη Τετάρτη ή Πέμπτη) θα οδηγήσει στην πτώση της.
Στην πραγματικότητα η κυβέρνηση Μπαρνιέ τελεί στον αέρα από τον προηγούμενο Σεπτέμβριο, οπότε ο Μισέλ Μπαρνιέ, εγνωσμένου κύρους τεχνοκράτης και πρώην επικεφαλής διαπραγματευτής της ΕΕ για το Brexit, αποδέχτηκε τη θέση του Πρωθυπουργού από τον Γάλλο Πρόεδρο, Εμανουέλ Μακρόν, σε μια προοπτική μείωσης του ελλείμματος της Γαλλίας, το οποίο ξεπέρασε το 6% επί του ΑΕΠ, το 2024.
Η έλλειψη συμμάχων εντός της εθνοσυνέλευσης, όμως, αλλά και το ατελέσφορο παζάρι ανάμεσα στους Μπαρνιέ και Λεπέν έχει ως κατάληξη την επίσημη κατάρρευση της παρούσας κυβέρνησης πιθανότατα αύριο, Τετάρτη, οπότε ψηφίζεται ο προϋπολογισμός της κοινωνικής ασφάλισης, το πρώτο δηλαδή σκέλος του πακέτου του προϋπολογισμού.
Με δεδομένο, ωστόσο, ότι η Γαλλία διεξήγαγε βουλευτικές εκλογές το περασμένο καλοκαίρι, αυτές δεν μπορούν να επαναληφθούν αν δεν μεσολαβήσουν 12 μήνες, ανεξαρτήτως του πολιτικού κλίματος και τυχόν, γενικευμένης πολιτικής και οικονομικής αβεβαιότητας. Τούτων δοθέντων, ο Γάλλος Πρόεδρος, Εμανουέλ Μακρόν έρχεται μετωπικά αντιμέτωπος με δύο ενδεχόμενα: να προχωρήσει στην επιλογή νέου Πρωθυπουργού και κυβερνητικού -υπηρεσιακού- σχήματος ή να παραιτηθεί ο ίδιος, σε μια προσπάθεια εκτόνωσης της πολιτικής κρίσης.
Και αυτό, γιατί από τον περασμένο Ιούνιο και εξής η γαλλική εθνοσυνέλευση έχει διαχωριστεί σε τρεις μεγάλες ομάδες:
· Τον ακροδεξιό Εθνικό Συναγερμό (με 141 έδρες)
Το Αριστερών καταβολών Νέο Λαϊκό Μέτωπο (180 -192 έδρες) και
· Το κεντρώο τμήμα που εκφράζεται από τον Εμανουέλ Μακρόν και Ρεπουμπλικάνοι (210 έδρες)
Χωρίς να διαφαίνεται κάποιο σημείο επαφής ανάμεσά τους.
Στην ουσία, το παρόν κυβερνητικό σχήμα δεν καταφέρνει να διαμορφώσει μια σιωπηρή πλειοψηφία, εάν δεν προσεταιριστεί ad hoc είτε το Νέο Λαϊκό Μέτωπο είτε την Μαρίν Λεπέν, με την οποία ο Μισέλ Μπαρνιέ παρέμενε σε διαπραγματεύσεις επί μήνες, φτάνοντας μέχρι και στη διάρκεια της χθεσινής ημέρας. Έχοντας εξασφαλίσει μιας μορφής σιωπηλή υποστήριξη από την Λεπέν, ο Μπαρνιέ ανακάλεσε ορισμένες από τις προτάσεις του υπέρ αιτημάτων του Εθνικού Συναγερμού, αλλά πάντως όχι στο σύνολό τους, γεγονός που ώθησε την Μαρίν Λεπέν στο να τοποθετηθεί θετικά χθες απέναντι σε μια πρόταση δυσπιστίας. Σημειωτέον ότι για να περάσει η πρόταση δυσπιστίας απαιτούνται 289 βουλευτές σε σύνολο 577.
Την ίδια ώρα, ωστόσο, η εμπέδωση ενός αισθήματος πολιτικής αστάθειας στη δεύτερη οικονομία της ευρωζώνης αναμοχλεύει μνήμες από την ελληνική «περιπέτεια» των μνημονίων, σε μια στιγμή που η Γαλλία έχει υπερβεί κατά πολύ τον πάγιο δημοσιονομικό στόχο του 3% του ΑΕΠ, αγχώνοντας τις Βρυξέλλες.
Το χαρτί της σταθερότητας
Από πλευράς του, «οι Γάλλοι ζητούν και περιμένουν σταθερότητα», αντέτεινε χθες ο Μπαρνιέ στους βουλευτές της γαλλικής εθνοσυνέλευσης, προειδοποιώντας πως «όλοι πρέπει να αναλάβουν την ευθύνη και εγώ αναλαμβάνω τη δική μου». Ακόμη, όμως, και αν η γαλλική κυβέρνηση καταρρεύσει, ο προϋπολογισμός θα συνεχίσει να υφίσταται, καθώς μπορεί να μεταφερθεί για μερικούς μήνες του 2025 ο αμέσως προηγούμενος, αυξάνοντας ταυτόχρονα ακόμη περισσότερο τους πονοκεφάλους στο ευρωσύστημα, καθώς το έλλειμμα της Γαλλίας μπορεί να ξεπεράσει το 7% ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος την νέα χρονιά, αν δεν ληφθούν δραστικά μέτρα. Για την μεταφορά του προϋπολογισμού, πάντως, προβλέπεται η εφαρμογή ενός «ειδικού νόμου», απέναντι στην υπερψήφιση του οποίου η Λεπέν δεν εμφανίζεται προσώρας αρνητική.
Άλλωστε, η κυβέρνηση Μπαρνιέ είχε δρομολογήσει ένα διπλό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων με περικοπές δαπανών 40 δις ευρώ και αυξήσεις φόρων 20%, σε μια προσπάθεια να ρίξει το έλλειμμα στο 5% το 2025 και μαζί τους φόβους των επενδυτών για κατάρρευση των γαλλικών ομολόγων. Ήδη, το κόστος δανεισμού του γαλλικού 10ετούς κρατικού δανεισμού διευρύνθηκε σε σχέση με το κόστος της Γερμανίας χθες, αγγίζοντας νέα υψηλά 12 ετών. Αλλά αυτό δεν εμπόδισε την Μαρίν Λεπέν να διεκδικεί, λίγες ώρες πριν τη χθεσινή συνεδρίαση, από τον Μπαρνιέ να εξακολουθήσει να αποζημιώνει τους ασθενείς για ορισμένα είδη φαρμάκων, ζητώντας παράλληλα να μην αυξηθεί ο φόρος για την ηλεκτρική ενέργεια. Σε αυτό το άτυπο δούναι και λαβείν της με τον σημερινό Γάλλο Πρωθυπουργό, η Μαρίν Λεπέν έχει φρενάρει την πρόσβαση σε υγειονομική περίθαλψη από το δημόσιο σύστημα υγείας για μετανάστες, ενώ διεκδικεί την καθυστέρηση της προσαρμογής του πληθωρισμού για τις συντάξεις.
Αν τα πράγματα, πάντως, οδηγηθούν σε πλήρες αδιέξοδο, διεθνείς αναλυτές δεν αποκλείουν την παρέμβαση της ΕΚΤ μέσω του εργαλείου TPI («Μέσο προστασίας μετάδοσης»), ώστε να διατηρηθεί χαμηλό το κόστος δανεισμού της Γαλλίας, ακόμη και αν δεν έχει προηγουμένως εφαρμοστεί ποτέ, κανείς δεν μπορεί να προβλέψει με ακρίβεια τις πιθανές δημοσιονομικές επιπτώσεις μιας δεύτερης κρίσης χρέους, στην Ευρωζώνη, ακόμη και αν έχουν περάσει 14 χρόνια από την προηγούμενη.